- βεδούρι
- το (Μ βεδούριον)ξύλινο αγγείο για γάλα ή γιαούρτι, καρδάρανεοελλ.1. ξύλινο σκεύος για μεταφορά φαγητού2. μέτρο δημητριακών.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βεδούρι < μσν. βεδούριον < (σλαβ.) vedro].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βεδούρα — και βιδούρα, η 1. ξύλινο δοχείο για γάλα ή γιαούρτι 2. ξύλινο σκεύος για τη μεταφορά φαγητού 3. μέτρο δημητριακών 4. φρ. «άπλυτη βεδούρα» χοντρή ακάθαρτη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του ουσ. βεδούρι] … Dictionary of Greek
βεδούρα — βεδούρα, η και βεδούρι, το (λ. σλαβ.), μικρός ξύλινος κάδος μέσα στο οποίο πήζουν το γιαούρτι, το καρδάρι: Στα παλιά τα χρόνια η βεδούρα κρεμόταν από το ταβάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)